- οφρυγνά
- ὀφρυγνᾷ (Α)(βοιωτ. λ.) (κατά τον Ησύχ.) «ὀφρυάζει».[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφρύς, πιθ. κατά το ὀριγνῶμαι*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Aeolic Greek — For the architectural style, see Aeolic order. Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
οφρύς — η (Α ὀφρῡς και ὀφρύς) 1. το έπαρμα που βρίσκεται πάνω από την οφθαλμική κόγχη μαζί με το τοξοειδές τριχωτό δέρμα που τό καλύπτει, το φρύδι 2. φρ. «οφρύς λόφου [ή όρους]» το χείλος γκρεμού, και, γενικά, το κράσπεδο οποιουδήποτε υψώματος νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek